5.01.2011

Αληθώς Ανέστη?

 
Α.
Πριν αρχίσουμε να μιλάμε για το "αληθώς", είναι αναγκαίο να δούμε τη θέση της Ανάστασης στο σώμα της πίστης του Χριστιανισμού.Και αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι το Πάθος και η Ανάσταση του Χριστού, είναι ο Χριστιανισμός.
Αν βγάλει κανείς την Ανάσταση έξω, (ιστορικά πάντα μιλώντας) είναι κάτι άλλο και όχι Χριστιανός.
Και αυτό γιατί η Ανάσταση του Χριστού δεν έγινε (με βάση τις παραδοχές της πίστης) για να αποδειχτεί η θεϊκή δύναμη του Χριστού.
Ούτε καν για να διορθωθεί το λάθος του Αδάμ (όπως ίσως πολλοί να θυμούνται από τα θρησκευτικά του σχολείου).
Η σάρκωση, ο θάνατος και ανάσταση του Θεού Λόγου, ήταν σχεδιασμένη πριν από την δημιουργία του Ανθρώπου.
Ήταν σχεδιασμένη ως «δεύτερη δημιουργία», τελειότερη μάλιστα από την πρώτη, αφού θα αξιοποιούσε ως προπαρασκευή και το «λάθος» του Αδάμ.Η Ανάσταση του Χριστού γίνεται ο Δρόμος, στον οποίο Άνθρωπος και Κόσμος βαδίζουν και τέλος του Δρόμου Αυτού είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Ο Δρόμος αυτός παριστάνεται με την Κυοφορία του εμβρύου: Ο Άνθρωπος μπορεί μερικώς να έχει κάποια αίσθηση του Τέλους του, όπως το έμβρυο έχει μερική επαφή με τον κόσμο έξω από τη μήτρα. Πλήρη επαφή θα αποκτήσει όμως με την Γέννηση.
Η Δεύτερη Δημιουργία λοιπόν που άνοιξε με την Ανάσταση του Χριστού, θα ολοκληρωθεί με την Δεύτερη Παρουσία.
Στην Πραγματικότητα ο ύμνος
«Χριστός Ανέστη εκ Νεκρών
Θανάτω Θάνατον πατήσας
Και εν τοις εν τοις Μνήμασιν
Ζωήν Χαρισάμενος»
είναι όλη η ουσία του Χριστιανισμού.

Β.
Βέβαια, πρέπει να ειπωθεί κι αυτό: Όλη αυτή η ουσία, που διατυπώθηκε με σαφήνεια έξι τουλάχιστον αιώνες μετά, υπήρχε μέσα σε ένα σώμα από στοιχεία (μιλώντας με σημερινή γλώσσα) Ιστορικά, Ηθικά, Μυθικά, Θρησκευτικά, Υπαρξιακά και Φιλοσοφικά (συχνά αντιμαχόμενα μεταξύ τους).
Η μεταξύ τους διαλεκτική ήταν και αυτή στο σχέδιο της κυοφορίας, όπως είναι και σήμερα στο «σχέδιο» η διαλεκτική ανάμεσα σε αυτό του διατυπώθηκε τόσο παλιά και στις νεότερες επιστημονικές και άλλες εξελίξεις..Αν το δει μάλιστα κανείς μακροσκοπικά αυτό ήταν ένα στήριγμα της επιβίωσης ή και της επιτυχίας του Χριστιανισμού ανά τόσους αιώνες.
Να μπορεί δηλαδή να εντάσσει την παντοειδή εξέλιξη (κοινωνική, πνευματική, ηθική, επιστημονική) σε μια διήγηση που δεν έχει ολοκληρωθεί, στην οποία ωστόσο μπορεί να δώσει ένα Οντολογικό Τέλος, μέσα από έναν «καθρέφτη» όμως, όπως θα έλεγε και ο Παύλος.
Για να είμαστε δίκαιοι όμως πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτό βέβαια για τον πιστό, μπορεί να είναι και απόδειξη ανωτερότητας της πίστης του, ενώ για τον κάθε άλλο μπορεί να σημαίνει απλά, ότι μια οργανωμένη κοινότητα μαθαίνει ανά τους αιώνες… Από την άλλη ωστόσο, για να μάθει κανείς είναι αναγκαίο να μπορεί να δέχεται και να αξιοποιεί την πληροφορία..
Από αυτήν την διελκυστίνδα, δεν βγαίνεις εύκολα….

Γ.
Και γιατί να χαριστεί η Ζωή στους «εν τοις Μνήμασιν»;
Το ερώτημα αυτό συμφυές με το ερώτημα της επιβίωσης του ανθρώπινου προσώπου.
Δεν είναι εύκολο ούτε αυτό το ερώτημα:
Γενικά η τάση των πολλών είναι να λύνουν αυτό το ερώτημα με την επιβίωση της Ομάδας, της Οικογένειας, των Απογόνων (φυσικών και πολιτιστικών) των Κανόνων και των Παραδόσεων (της Θρησκείας δηλαδή με την ευρύτερη έννοια).
Όσο και να ασκεί κανείς κριτική βασιζόμενος στις γεμάτες βία τραγικές απολήξεις αυτής της τάσης, πρέπει να αναγνωρίσει ότι είναι θεμιτή και αναγκαία, αφού αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα είχαμε και τίποτ’ άλλο.
Από την άλλη, όμως συνεχίζει να υπάρχει το ερώτημα: «Αυτή η μοναδικότητα έστω ακόμα και βιολογικών συνδυασμών, η μοναδικότητα στιγμών και εμπειριών γιατί να χαθεί με τον Τάφο;»
Εδώ υπάρχουν πολλές απαντήσεις:
Ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι που δίκασαν τον Χριστό δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους: Οι Σαδδουκαίοι θεματοφύλακες της αρχαίας Εβραϊκής Παράδοσης που δεν γνώριζε θέση για Ανάσταση Νεκρών, πίστευαν ότι η ζωή τελειώνει στον Τάφο. Οι Φαρισαίοι οπαδοί μια νεότερης εβραϊκής θρησκευτικής τάσης πίστευαν στην ανάσταση των δικαίων νεκρών.
Υπάρχει η απάντηση των Ανατολικών Θρησκειών ότι ακριβώς αυτή η ατομική ύπαρξη είναι η πηγή του Πόνου και η λύτρωση θα έρθει με την συγχώνευση με το Άπαν, «ως μια σταγόνα στον Ωκεανό».
Περίπου την ίδια απάντηση υπαρξιακά δίνει και ο Επίκουρος, βάζοντας στη θέση του Άπαντος το Τίποτα.
Ο Πλάτωνας και κυρίως οι Μαθητές του απάντησαν με την γνωστή θέση περί της αθανασίας της ψυχής, του κόσμου των Ιδεών και τη υποτίμηση του παρόντος κόσμου ως φυλακής της ψυχής.
Υπάρχει η γενικότερη θέση της αρχαίας Ελλάδας (και γενικότερα του αρχαίου μεσογειακού κόσμου αν το εξετάσει κανείς πέρα από τον Μύθο), ότι η επιβίωση του ανθρώπινου προσώπου εδράζεται στην ανάμνησή του από τους ζωντανούς. Θέση με τρομερή πολιτισμική αξία, που πάνω της πάτησε κοινωνικά και ο Χριστιανισμός.
Την θέση του Χριστιανισμού, που αναπτύχθηκε παραπάνω, ας την ξανασημειώσουμε: Η Λύση θα έρθει στο Μέλλον, αλλά αυτό που ζει κανείς σήμερα και ατομικά και κοινωνικά και κοσμικά ακόμα, θα συμπεριληφθεί σε αυτή τη Λύση. Και ναι αυτή η προσωπική ύπαρξη, πονάει γιατί αξίζει.
Και βέβαια υπάρχει και η επιστημονίζουσα εξήγηση ότι όλα οφείλονται σε ένα «εγωϊστικό γονίδιο», που δημιουργεί μια «φρεναπάτη» αναγκαία για τον πολιτισμό, αλλά ωστόσο «φρεναπάτη», την οποία γνωρίζοντάς τη πια μέσω της επιστήμης καλό είναι να μην της δίνουμε και τόση σημασία.

Γιατί όλα αυτά;
Γιατί η θέση που θα πάρει κανείς για το «Αληθώς Ανέστη», εξαρτάται κυρίως από το τι θέση θα έχει μέσα του για όλα αυτά, είτε έχοντας κάνει τις λογικές επεξεργασίες, είτε όχι. Πολύ λίγο δε στα ιστορικά δεδομένα περί της Αναστάσεως Χριστού, παρόλο βέβαια που η αρχαία Εκκλησία έδινε μεγάλη σημασία στην Ιστορία, θέλοντας να σημειώσει ότι ήταν ένα γεγονός του υφιστάμενου κόσμου και όχι κάποιου άλλου κόσμου (των Ιδεών) ας πούμε.

Δ.
Κατά τα άλλα τα ίδια τα Ευαγγέλια δεν περιγράφουν το γεγονός της Ανάστασης, παρά μόνο ότι βρέθηκε άδειος ο τάφος.
Φρόντισαν επίσης να συμπεριλάβουν στις διηγήσεις τους τις αιτιάσεις του Ιουδαϊκού Ιερατείου ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα για να πουν ότι ο Χριστός αναστήθηκε, όπως ο ίδιος είχε διακηρύξει πριν τον θάνατό του.
Υπάρχουν βέβαια οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού, για τις οποίες πάλι οι ίδιοι περιγράφουν, ότι και αυτοί σε πολλές περιπτώσεις δυσκολεύτηκαν να τον αναγνωρίσουν.
Βέβαια υπήρξε και εμφάνιση (σύμφωνα με την Κ.Δ.) που έγινε σε περισσότερους από πεντακόσιους ανθρώπους, για την οποία ο Απόστολος Παύλος γράφοντας μετά από περίπου 20 χρόνια στους Κορινθίους τους λέει ότι όλοι όσοι έζησαν το γεγονός δεν έχουν πεθάνει και άρα υπάρχουν ζώντες μάρτυρες.
Είναι ακράδαντη η πίστη της αρχαίας Εκκλησίας ότι ο Χριστός Αναστήθηκε.
Και είναι επίσης ένα αξιοσημείωτο επιχείρημα αυτό της τάχιστης εξάπλωσης του Χριστιανισμού. Δεν θα μπορούσε να πετύχει, μέσα από διωγμούς μάλιστα, αν δεν είχε ξεκινήσει από δυνατές αρχικές εμπειρίες, όλων αυτών που «πορεύθηκαν στα έσχατα της γης».

Από την άλλη όμως τίποτα δεν μπορεί τελειωτικά να κλείσει τις αμφισβητήσεις, ότι όλη η Ιστορία του Χριστιανισμού, δεν ξεκίνησε από τσαντισμένους μαθητές του Ιωάννη μετά την εκτέλεσή του, ή ακόμα του Δασκάλου των Κουμρανιτών, ή και των δυο μαζί ή και πολλών άλλων ακόμα,
που κατέλαβαν τι θέλει ο κόσμος της εποχής τους.
Που έβαλαν κάποιον να θυσιαστεί για να παρουσιάσουν έναν άλλο ως αναστημένο.
Ή ότι ο Νικόδημος πλήρωσε τους Ρωμαίους (που δεν είχαν κανένα λόγο να μην δεχτούν την μίζα, αφού ο Χριστός δεν τους ενοχλούσε) να κατεβάσουν τον Χριστό απ’ τον Σταυρό πριν πεθάνει.
Να πει μετά ότι αναλήφθηκε για να ξαναεμφανιστεί ως Παύλος μετά από κανένα δυο χρόνια…
Και ότι άλλο μπορεί κανείς να σκεφτεί λογικά.

Ε.
Αυτή η αμφισβήτηση είναι αναγκαία για τον ίδιο τον Χριστιανισμό που πιστεύει στην Ελευθερία του Ανθρώπου.
Αν υπήρχαν αξεπέραστες αποδείξεις για την Ανάσταση, τότε η πίστη δεν θα ήταν θέμα ελεύθερης επιλογής.
Όποιος δεν πίστευε θα ήταν χαζός ή κακός.
Γι’ αυτό και όλες οι προσπάθειες για τελειωτική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα από την πλευρά των Χριστιανών, εντείνονταν όσο ο Χριστιανισμός ταυτιζόταν με την Εξουσία.
Γιατί η κάθε Εξουσία θέλει στέρεες, οικουμενικές αποδείξεις της ισχύος της.

 


Παλιότερη θέση εδώ